περιχώρῳ

περιχώρῳ
περίχωρος
round about a place
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιχωρώ — έω, ΝΜΑ [περίχωρος] θεολ. α) (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στα άλλα δύο πρόσωπα («κιρναμένων ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω δὴ καὶ τῶν κλήσεων καὶ περιχωρουσῶν εἰς ἀλλήλας τῷ λόγῳ τῆς συμφυΐας», Γρηγ. Ναζ.) β) (για τη θεία και… …   Dictionary of Greek

  • окрьстьныи — (17) пр. Окрестный, соседний: нъ и тѣмъ областьныимъ еп(с)помъ и окрьстьныимъ митрополитомъ… повиньнѹ быти отинѹдь (τοῖς πέριξ μητροπολίταις) КЕ XII, 286; въ •в҃• мь свитцѣ •в҃• рыхъ кнiгъ. в немьже о ересехъ. которыѧ суть окр(с)тныi ереси. КР… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • περιχώρηση — η / περιχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιχωρώ] θεολ. 1. η συνύπαρξη τών τριών προσώπων τής Αγίας Τριάδος μέσα σ αυτήν, το ότι η θεία φύση υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα 2. η συνύπαρξη στον Ιησού Χριστό τής θείας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”